- θαυματουργικός
- -ή, -ό (Μ θαυματουργικός, -ή, -όν) [θαυματουργός]1. αυτός που αναφέρεται στη θαυματουργία2. αυτός που κάνει θαύματα, ο θαυματουργός.επίρρ...θαυματουργικώς και -ά(και με κακή σημ.) με θαυματουργικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.